μελιούχος

μελιούχος
μελιοῡχος, ὁ (Α)
1. αυτός που έχει μέλι
2. προσωνυμία, σε μαγικές γραφές, διαφόρων θεοτήτων, όπως τού Απόλλωνος, τού Διός, τού Ηλίου, τού Μίθρα, τού Σαράπιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + -οῦχος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μελιοῦχε — μελιοῦχος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελιοῦχον — μελιοῦχος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελιούχου — μελιοῦχος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… …   Dictionary of Greek

  • μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”